οἰκοποιός

οἰκοποιός
οἰκοποιός
constituting a house
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οικοποιός — οἰκοποιός, όν (Α) 1. αυτός που κάνει έναν τόπο κατοικήσιμο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰκοποιός οικοδόμος, κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ποιος*] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οικοποιώ — οἰκοποιῶ, έω (Α) [οικοποιός] οικοδομώ, κτίζω σπίτι …   Dictionary of Greek

  • ՏՆԱՇԷՆ — (շինի, նաց.) NBH 2 0884 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա. οἱκοδόμος, οἱκοποιός domus fabricator, aedificator. Շինօղ տանց. ճարտար. որմնադիր. *Բարձից զճարտարապետն. եւ աստ ոչ զտնաշէն ինչ ճարտարապետաց ճառեաց. Ոսկ. ես.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”